καυστηρός
Look at other dictionaries:
καυστηρός — καυστηρός, ά, όν (ΑΜ) [καύστης] καυστικός, καυτός, πολύ ζεστός … Dictionary of Greek
καυστῆρος — καυστήρ cauterizing apparatus masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καυστήρ — καυστήρ, ῆρος, ἡ (Μ) [καίω] (ως θηλ. αντί τού καύστειρα*) σφοδρή («τῆς καυστῆρος μάχης βασανισθέντες οἱ βάρβαροι», Νικ. Χων.) … Dictionary of Greek